Τα αυτιά μου βουίζουν και το μέσα μου βράζει.
Η μορφή μου, λες, κλασσική –ίσως πιο θολή απ’ ότι συνήθως.
Τα χέρια μου ματωμένα απ’ τις πληγές, κρυώνουν.
Τα χέρια μου. Γεμάτα κανέλα και ζάχαρη άχνη.
Ορθάνοιχτα, έτοιμα γι’ αγκαλιές.
Έτοιμα να προσφέρουν ότι τους έχει απομείνει.
Χέρια πρόθυμα να ψάξουν.
Το ολόγραμμά μου σε ένα δωμάτιο.
Στους τέσσερις τοίχους, ξημέρωμα πάλι.
Τι θέλει και ξημερώνει βράδυ;
Πως γίνεται τα βράδια να ξεκινούν με τέτοιους ήλιους;
Όλα ανάποδα.
Έρχεται.
Μυρίζει ρούμι σχεδόν τόσο που θυμίζει Δεκέμβρη.
Άσε τα γιατί.
Η ουσία είναι αλλού.
Δε φοβάται.
Έρχεται κι ας μυρίζει το κρασί και τον καπνό.
Μου τραγουδάει πάντα.
Σε αφήνω τώρα.
Πρέπει να φύγω.
Έρχεται.