Σού έχουν γίνει τσουρέκια τις τελευταίες μέρες με τη «νεκρανάσταση» του “Twin Peaks”, σωστά; Η cult σειρά των 90s (που έδωσε boost για μια φιλμική βερσιόν το 1992), επανέρχεται το… 2016, αλλά τα socials όπως και κάθε είδους «θέλω-να-είμαι-παρών-πριν-καν-αρχίσει-το-κανονικό-hype» site έχουν αρχίσει τις τσιρίδες, τα αφιερώματα, τις αναλύσεις, τις νοσταλγίες και δεν ξέρω-γω-τί-άλλο.
Αλλά η κουβέντα, κακά τα ψέματα, είναι γύρω απο τον Ντέιβιντ Λιντς. Τον εμπνευστή, τον διαχειριστή, τον διευθυντή ορχήστρας. Στα 68 του χρόνια (70 όταν ξανασκάσει το “Twin Peaks”), επιβεβαιώνει τη δημιουργική του στασιμότητα, την παύση στο χρόνο που δεν ήταν άδικος απέναντί του – αντίθετα, θαρρώ, πως είχε όσο χρόνο ήθελε να βάλει τους προσωπικούς του εφιάλτες σε μια κινηματογραφική τάξη. Και μέχρι ενός σημείου είχε και τον απόλυτο έλεγχό της. «Χάος» στο κεφάλι του μπορεί να το ονόμαζε ο ίδιος. Κανένας θαυμαστής του δε θα συμφωνούσε μαζί του!
Ο Λιντς θεωρώ οτι κινηματογραφικά «έκλεισε» στο “Mulholland Drive”, το 2001. Εκεί ήταν που άνοιξε και έκλεισε ταυτόχρονα στα μούτρα την πόρτα στον 21ο αιώνα, σα μια επιθανάτια κλήση στο μαεστρικό «αποπροσανατολισμό» του κραταιού “Eraserhead” (1977) και της, πιο «ελαστικής» σεναριακά, “Χαμένης Λεωφόρου” (1996). Το 2006 ήταν μια κακή στιγμή γι’αυτόν, αφού το “Inland Empire” έδειχνε έναν πολυμήχανο εγκέφαλο σε παρακμή, προσωπική μούρλια μάλλον ασύδωτη, με ένα σχιζοειδές υλικό τριών ωρών με σκόρπιες σπόντες πραγματικού Λιντσ-ικού ταλέντου εδώ κι εκεί. Χαμένες στην προσωπική του λεωφόρο, ίσως.
Πρακτικά, αν εξαιρέσει κανείς τη μία και μοναδική mainstream στιγμή της καριέρας του (ο συγκινητικός “Ανθρωπος Ελέφαντας” του 1980), το συνολικό έργο του Λιντς είναι μία και μοναδική ταινία, που επιλέγει να κλείσει με τον πιο «βάναυσο» τρόπο, όπως ένας εντυπωσιακός εφιάλτης που σταδιακά εξελίσσεται σε αφόρητο, κουραστικό, επαναλαμβανόμενο όνειρο από το οποίο πρέπει κάποια στιγμή να ξυπνήσεις. Τα δημιουργικά peaks του “Μπλε Βελούδου” και της “Aτίθασης Καρδιάς” ίσως ήταν ένα εμβόλιμο inside joke στην οδύσσεια αυτού του εφιάλτη, ίσως προσχεδιασμένα να μην βρίσκονται στην αρχή ή το τέλος του – ίσως πάλι και όχι. Ο Λιντς μάλλον ξέρει καλύτερα, πόσω μάλλον από τη στιγμή που και ο ίδιος επέλεγε να αμφισβητεί τον εαυτό του.
Ο Ντέιβιντ Λιντς ήταν μία απο τις μεγάλες μου αγάπες. Ακόμα κι αν ποτέ δεν του συγχώρησα το τέλος που αποφάσισε να δώσει στο συναρπαστικό εφιάλτη που ονόμαζε «καριέρα», ακόμα κι αν ποτέ δεν κατάλαβα την ύπαρξη του “Straight Story” στη φιλμογραφία του, ακόμα κι αν μέχρι και αυτή τη στιγμή δε μπορώ να δεχθώ ως «συνέχεια» του ονείρου την επανεκκίνηση ενός τέτοιου τηλεοπτικού franchise (για το αντίστοιχο φιλμ ας μη χαλάσω σάλιο). Και πάλι, αυτός μπορεί να ξέρει καλύτερα. Στην τελική, αν έτσι θέλει να ξαναανοίξει το «μαγαζί», ποιός πελάτης είμαι εγώ για να το αμφισβητήσω;