Πολλές φορές παραβίασαν το άσυλο της μοναξιάς μου. Μπούκαραν με το έτσι θέλω στη ψυχή μου με το τάχα μου δήθεν ενδιαφέρον τους για πρόφαση κι αυτό το ύφος του σωτήρα που τόσο σιχαινόμουν. Κι εγώ άνοιξα διάπλατα την πόρτα και τους άφησα να μείνουν όσο ήθελαν. Όχι ότι δεν ήξερα. Όχι ότι δεν ήθελα. Όχι ότι δεν μπορούσα να τους εμποδίσω. Απλά είχα στερέψει τόσο που δεν θα έβρισκαν τίποτα να πάρουν και θα έφευγαν έτσι κι αλλιώς. Δεν ήταν αφέλεια δική μου, μα δική τους. Που πίστεψαν ότι μπορούσαν βρουν κάτι που ποτέ δεν υπήρχε. Όπως όταν πετυχαίνεις επαίτες στο δρόμο και σου κολλάνε το χέρι στη μούρη ζητώντας ελεημοσύνη. Θα δώσεις μία,δύο άντε και τρεις σου λέω εγώ. Μα ποτέ δεν σου φτάνουν για όλους.«Δώσαμε, δώσαμε», σκέφτομαι καμιά φορά και ψευτοχαμογελάω.
