Σκοτάδι.

Σα χρόνια πάθηση.

Μονάχα αναλαμπές, φωτάκια, γελάκια

και μετά σκοτάδι

ακόμη βαθύτερο.

Δεν έχει άλλο λες

-πάρτα ηλίθιε-

πάντα,

μα πάντα έχει πιο κάτω.

Να περισσεύεις

να μισείς

ότι περιστρέφεται

γύρω από το σκοτάδι.

Και να είσαι μέσα του.

Περισσότερο σκοτάδι

στο σκοτάδι σου

και κλαις.

Να δεις πως τι λένε… «σουβλιές»

σουβλιές στο στομάχι

μαχαιριές στην πλάτη

γέρικη κορμοστασιά

χέρια που σταμάτησαν να ψάχνουν

κουρασμένα μάτια

που στάζουν αρμύρα

–γι’ αυτό δεν τρως αλάτι πια;

Να ψάχνεις τρόπους,

να ανακαλύπτεις

διασκορπισμένα σου μέλη.

Να ψάχνεις τρόπους,

τις ώρες που το σκοτάδι βαθαίνει.

Δε βλέπεις πλέον,

δεν ξέρεις πως

απλά περισσεύεις.