Πήραν σάρκα και οστά τα πούπουλα από το μαξιλάρι μου.

 

Σαν μαγεμένα πουλιά ταξίδευαν σε ολόκληρο τον κόσμο μου, μέχρι που λευτέρωσαν όλα τα φτερά τους.

 

Κι άρχισε να χιονίζει…

 

Για να αντικρίσεις τον ουρανό, να εξαγνιστεί το βλέμμα σου.

 

Και το χιόνι ακολουθούσε πια το δρόμο του. Για να ακουμπήσει το πρόσωπό σου, να λιώσει, να γίνει το γλυκό δάκρυ από τα μάτια σου, που δεν έτρεξε ποτέ.

 

Να φτάσει μέχρι τα χείλη σου, να γίνει η γεύση σου και να σωπάσει τη λαλιά σου.

 

Για να σε αποπλανήσει, αφού μοιάζει με άσπρη σκόνη, να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτό, να το ρουφήξεις, να ζαλιστείς, να γείρεις το βάρος σου στα χέρια μου.

 

Να τα αγγίξεις και να τρυπώσει το χιόνι στις χαραμάδες των δακτύλων σου, να γίνει η αφή σου.

 

Για να γίνει η στιγμή σου.

 

Να παγώσει το χρόνο.

 

Να παγώσει στο χρόνο.

 

Και ξέσπασε χιονοθύελλα…

 

Για να γίνει η μελωδία της προσευχή μου, να την ακούσει ο Θεός και να τη στείλει στα αυτιά σου.

 

Για να γίνει το πάπλωμα της Αγάπης, να σε σκεπάσει ξανά στα μονοπάτια των ονείρων μου.

 

Για να τυλίξει ολόκληρο το σώμα σου. Να χωθεί μέσα βαθιά και να γιάνει όλες τις τρύπες του μανδύα σου, ώσπου να λυγίσει επιτέλους την αγέρωχη κορμοστασιά σου, έτσι ώστε να σταματήσει ο χιονοπόλεμος. Να μην ξαναπαίξεις με τα χιόνια, να μην τα ποδοπατήσεις.

 

Έτσι ώστε να λιώσουν και τα τείχη.

 

Να εξατμιστούν, να φτάσουν ψηλά.

 

Να λυτρώσουν τη Μοίρα.

 

Κι από τότε που το μαξιλάρι μου γίνηκε λεύτερα πουλιά, κάθε αιωνιότητα χιονίζει.

 

Μα, κι αν καμιά φορά με ψυχραίνει ο παγετός σου και με σέρνει μέχρι το θάνατο, πάντα με προλαβαίνει η πυρκαγιά της θύμησης σου, και με υψώνει μέχρι την αθανασία.