Kαι έμεινε ο κόσμος μισός και ο αέρας λιγόστεψε και ο ήλιος κρύφτηκε και εσύ,

έδωσες υπόσχεση που δεν ήξερες καν αν θα κρατούσες.

 

Και εγώ …

Έκοψα τα δάχτυλα των χεριών μου όλα, για να μην νιώθω την έλλειψη σου επάνω τους.

Σφράγισα μια για πάντα τα μάτια μου για να μην αντικρίζουν τίποτα απολύτως αφού δεν μπορούσαν ούτε εσένα.

Έκλεισα τα αυτιά μου να μην αντιδρούν σε κανενός τα λόγια αφού δεν άκουγαν τα δικά σου.

Έδεσα τα πόδια μου αφού δεν μπορούσαν να τρέξουν και να έρθουν σε εσένα.

Ανήμπορο πλάσμα τώρα πια, ξάπλωσα πάνω στα σεντόνια που κάποτε μας  χάιδευαν , εκεί που φλερτάραμε με τα όνειρά μας μέχρι που μας ξύπνησε η πραγματικότητα.

Αν όλα είναι γραμμένα, γιατί έπρεπε να σε συναντήσω αλλά να μην σε έχω;

To κρεβάτι αυτό τώρα με καταπίνει και δεν θέλω να αντιδράσω, σέρνομαι επάνω του, κλείνω τα μάτια μου, ανοίγω τα χέρια μου και το αφήνω να με σταυρώσει.

Δεν χρειάζεται καν σταυρός, τον δημιουργήσαμε  εμείς γιατί δεν είχαμε την δύναμη  να αγκαλιαστούμε.

Και η ειρωνεία… με άγγιξες, σε άγγιξα και ποτέ δεν βρεθήκαμε.

Και στο κρεβάτι αυτό πέθανα… Μέχρι να φτάσεις στο όνειρο δεν θα υπάρχω.

Έζησα ή ονειρεύτηκα;