Mικρός ήταν ο κόσμος, μικρός σε κάθε του γωνία, κάθε του πλευρά
και εγώ έψαχνα από κάπου να πιαστώ και γυρνούσα σαν την τρελή από σοκάκι
σε σοκάκι έχοντας στην μύτη μου μια γλυκιά μυρωδιά ουρανού.
Κρατούσα ένα μαχαίρι στα χέρια μου και σε κάθε ενδεχόμενη επίθεση σου
το έμπηγα εγώ πρώτη στα σωθικά μου.
Δεν θα έδινα σε κανέναν την ευχαρίστηση να με λαβώσει,
μόνο εγώ μπορούσα, κανείς άλλος.
Μου μιλάς με αφηρημένες έννοιες και μου πληγώνεις τα αυτιά.
Με ακουμπάς και ανοίγει η σάρκα μου.
Κρεμάω τις λέξεις μου από ένα τσιγκέλι, τι αξία έχουν πια
αφού δεν σε αγγίζουν…
Τις κρεμάω σε κοινή θέα, να τις βλέπουν οι περαστικοί,
να τις λυπούνται.
Με τόση πίκρα, καρφώνομαι και εγώ μόνη μου σε έναν τοίχο.
Σε αφήνω να θαυμάσεις τον έρωτα που κατέκτησες.
Ότι σου περίσσευε το μάζεψα και τώρα με εκδικείται.
Έσπειρα έρωτα και θέρισες όνειρα.
Τον έρωτα πρέπει να τον πετάς από το παράθυρο,
να γκρεμοτσακίζεται και μετά να σηκώνεται απτόητος να συνεχίζει.
Μόνο τότε μπορείς να στηριχτείς επάνω του.
Με κάθε δάκρυ καταργώ έναν έρωτα και με κάθε γέλιο γεννώ έναν καινούργιο.
Γιατί λυπάσαι γλυκό μου κορίτσι;
Είδος προς κατανάλωση όλα, και το δάκρυ και το γέλιο…
Διάλεξε τι σου αρέσει περισσότερο και σταμάτα να κοιτάς πίσω.
Μην κάθεσαι στην άκρη του δρόμου, υπάρχουν λεωφόροι που σε περιμένουν.
Επειδή δεν αντέχω να ζω σε ρυθμούς υποτονικούς, με μαχαιρώνω κάθε μέρα,
κάθε λεπτό, με τις επιλογές μου, με εκπαιδεύω στο να αντέχω εμένα,
εσένα, εκείνους…
Μου χαρίζω λάθη που μόνο γνώση θα μου προσφέρουν.
Με κυνηγώ συνεχώς γύρω-γύρω από έναν σκοπό μέχρι να τον κάνω δικό μου.
Με καταστώ ορατή σε μένα και αόρατη στους άλλους για να με μάθω καλύτερα.
Συνομιλώ με τον εαυτό μου ώρες ατελείωτες, τον βάζω σε μια καρέκλα,
ανάβω και ένα φως μπροστά στα μάτια μου και υποτάσσομαι.
Συσσωρευμένοι καημοί, όλοι σε ένα νεκροτομείο ξαπλωμένοι.
Με επισκέφτηκε ο θάνατος και δεν ήξερα τι να κάνω για να μην με πει αφιλόξενη.
Τον άφησα να τα πάρει όλα και αφού με άδειασε το μόνο που σκεφτόμουν
ήταν αν έφυγε ευχαριστημένος…
Και τι έγινε.. – σκέφτηκα – όσοι θάνατοι και να πέρασαν,
την ψυχή μου δεν την πήρε κανείς, το βάρος τους έπεφτε μεγάλο και ασήκωτο.