Πέρασαν χρόνια και γενεές

Από τις παλιές τις δοξασμένες Δάφνες !

Τότε που ο Φοίβος μυρωμένος

με την ελιά της νίκης έστεκε στεφανωμένος

Περήφανος ,

Καμαρωτός αετός,

Στον ήλιο πάνω ξαπλωμένος !

 

Ο μεγαλύτερος γιος,

του αγέννητου Διός.

Την λύρα έπαιζε γυμνός

Κι απ’ το σκοτάδι γεννιότανε φως.

Θεία πνοή το αεράκι του Αιόλου

Δίπλα στη λύρα φύσαγε

Νότες φωτός σηκώνονταν

μια μελωδία όλες μαζί

Αστρικό ποτάμι ξέπλενε της γης την κεφαλή

Εκεί που πρώτη φορά συναντήθηκαν του Διός οι αετοί.

 

Σκότος δεν γνωρίζουμε τι εστί εμείς που σ’ άστυ κατοικούμε.

Βάρβαροι δεύτε λάβετε φως.

Λεύτερα το μοιράζουμε.

Στη μουσική του Φοίβου αφεθείτε

κι άλλο τίποτα δε θα ποθείτε.

Εμείς γνωρίζουμε

Μέσα σου τι θα πει να ζει  Θεός

Όποιος ξέρει με τα μάτια της ψυχής να βλέπει,

ήρωας γίνεται ξακουστός

Κανείς δεν μας  τρομάζει εχθρός

Πατέρας μας  είναι  ο κεραυνός.

 

Μα κύκλος είναι ο χρόνος,

Διάσταση απατηλή

Ξαναγυρίζει ο τροχός και έλικες διαγράφει

Για λίγο το φως εχάθη !

Θαμμένα μυστικά που έχουνε στα άδυτα κρυφτεί,

Ούτε κι ο Άδης δεν ξέρει πώς να συγκρατεί!

 

Σαν ο Κρόνος την περιφορά του ολοκληρώσει

Η αλήθεια θ’ αναδυθεί!

Πέρασε ο καιρός και η κλεψύδρα αντίστροφα πάλι μετρά

Λίγη έμεινε για το σκοτάδι ακόμα χαρά

Στους ίδιους που ήμασταν τότε ,

την ευθύνη έχουν φορτώσει.

 

Στη γη με άλλες μορφές

Ίδιες ψυχές

πατάμε ξανά

Ανάσα στην ανάσα να θυμηθούμε τα παλιά

Τη γη να κάνουμε να τρέμει

Κι αυτοί που μας προστάτευαν είναι τώρα πονεμένοι.

 

Τα μάτια να ανοίξουμε μονάχα αρκεί,

Τα μάτια της ψυχής ,

Μια αναλαμπή

Ενθύμηση

Και μανιασμένη ,αιώνια αγέρωχη,  φλόγα αέναη, η αστραπή , το φως , ο Έλληνας Θεός ,

Θα έρθει για να μείνει,

ήλιος λαμπρός.

Ιδού το φως.

 

Κι ο Κρόνος έχασε τη μάχη ,

Αλυσσοδεμένος ,

σαν η ώρα του σκοταδιού θ’ αρχίσει  στον ορίζοντα να φαίνεται

Κάπως υπερβατικά ,

Όπου θέλει ο Φοίβος θα σέρνεται,

κβαντικά.

Γένοιτο, γένοιτο , γένοιτο.