Εγώ καλέ μου
δε θέλω κατηφόρες!
Μόνο ανηφόρες!
Περπατώ
Κουράζομαι.
Σταματώ.
Παίρνω ανάσα
Προχωρώ..
ανηφορίζοντας..
Κι εσύ αφήνεις το χέρι μου..
Απομακρύνεσαι.
Βυθίζεσαι.
Σκοτεινιάζει γοργά.
Ολοένα και πιο γοργά.
Νιώθεις το “τίποτα”
να σου κλειδώνει τη καρδιά.
Ανοίγεις τα μάτια σου.
Περιμένεις να σε πλημμυρίσει
το σκοτάδι που ξοδιάζει το πόνο.
Περιμένεις υπομονετικά να λυτρωθείς.
μα πνίγεσαι!
Χαμογελάς λυπημένα.
Τα κατάφερες!
Δε σ’ ακούω πια.
Η φωνή σου σίγησε
κι η σιωπή σου χαϊδεύει το κενό.
Πάντα ένα βήμα πίσω έκανες
να πάρεις φόρα.
Μα κύλησες βαθιά και παγιδεύτηκες.
Κι έτσι αναπάντεχα
τα μάτια σου γεννούνε φως!
Λες κι ένα χειμωνιάτικο πρωινό
ο ήλιος είπε να ξεχυθεί
μέσα από ανοιχτά πορτοπαράθυρα.
Κοιτάς ψηλά.
Ανεβαίνεις με βήμα ταχύ.
Να ξορκίσεις το χρόνο που έχασες.
Ένα ένα ξεπερνάς τα εμπόδια.
Δάσκαλος ο δρόμος σου.
Λίγο έμεινε ακόμα..
Έλα θα σε περιμένω..
Θα σου μάθω τα χρώματα.
Το μπλε τ’ ουρανού και της θάλασσας.
Το κόκκινο του φεγγαριού
και το κίτρινο του ήλιου.
Θα σου μάθω
..να μυρίζεις
τ’ αρώματα των λουλουδιών.
…ν’ αγγίζεις
τον αέρα και το γάργαρο νερό.
..ν’ ακούς
το τραγούδι των πουλιών.
..να γεύεσαι
τη χαρά,
μέσ’ στο χαμόγελο μου.
..να κοιτάς
το απέραντο γαλάζιο,
μέσα απ’ τους καθρέπτες
των ματιών μου.
Σε κοιτώ,
χαμογελώ.
Καλημέρα!