Αχ ανάγκη μου, ανάγκη μου,

να μην το ’χει ποτέ να βρεθούμε μόνες,

να σου πω ένα παραμύθι,

να μην το ‘χει ποτέ να σε φιλέψω

ένα γλυκάκι, ένα λικέρ.

Πάντα να ‘ρχεσαι και να φεύγεις βιαστική,

πάντα με παρέα.

Μια χαιρετούρα βεβιασμένη

κι ένα πνίξιμο στο λαιμό,

αυτό είσαι ανάγκη

και ξέρεις να κρύβεσαι καλά

πίσω απ’ το μειδίαμα ενός κλόουν,

κάτω απ’ το ακριβό σακάκι ενός φτηνού ρήτορα.

Κάγκελα είσαι ανάγκη,

στα παράθυρα εγκαταλελειμμένων σπιτιών

και δάκρυα και δάκρυα είσαι

σε ζευγάρια μάτια αλλοδαπά.

Αίμα χυμένο άγαρμπα και λαθραία,

ζαλάδα κάπου στην ομόνοια

και θράσος είσαι,

θράσος που κάνει τα χέρια διπλά

κι απλώνονται όπου να ναι.

Πόνος είσαι ανάγκη,

ξαπλωμένος στο διπλό κρεβάτι τους.

Μιζέρια είσαι,

στα σκονισμένα μαξιλάρια τους.

Οργή και απελπισία,

στην τεντωμένη θηλιά τους.

Αχ ανάγκη μου, ανάγκη μου,

να μην μ’ επισκεπτόσουν έστω μια μέρα,

έστω στο ρεπό μου.

Να ‘χες δύο αυτιά

να μ’ άκουγες να σε παρακαλώ ανάγκη,

αν είναι να ‘ρθεις άλλη φορά

έλα για να κάτσεις,

γιατί δεν τα μπορώ τα βιαστικά

κι οι φίλοι μου ξεχνάνε

κι είναι τόσα τα παραμύθια του κόσμου ανάγκη

που λέξη, τη λέξη

ίσως και να ξεχαστείς

και να ‘μαι  εγώ η τελευταία επίσκεψη που θα κάνεις.