Είναι τα αγγίγματα που φάνταζαν τόσο ζωντανά

πριν ακόμα λάβουν χώρα στη σάρκα σου,

που δεν αφήνουν το κορμί σου να ηρεμήσει,

όσα χέρια και να το χαϊδολογάνε.

 

Οι νωχελικές νύχτες που τις μεθούσες με αλκοόλ  και φιλιά

μα το μυαλό έτρεχε πιο γρήγορα από τις σκέψεις,

που δεν έγιναν ποτέ λέξεις.

 

Ο έρωτας που έμοιαζε με εμμονή

κι η εμμονή που έμοιαζε με μίσος.

Η υπερβολή ως καθημερινότητα.

Και κανόνας και εξαίρεση, μαζί.

 

Τα χέρια σου που έψαχναν τα χέρια του.

Τα δάχτυλα του μπλεγμένα στα μαλλιά σου.

Κι εκείνες οι αποστάσεις που φάνταζαν ηλίθιο αστείο.

 

Οι υποθετικές συζητήσεις που σε τρόμαζαν.

Οι σιωπές που τον τρέλαιναν.

Οι απειλές που ποτέ δεν έπιαναν τόπο.

 

Ο φόβος μήπως φύγει.

Ο φόβος μήπως μείνει.

 

Είναι που κάποτε έζησες το απόλυτο

και το φλατ δεν το μπορείς ούτε σε παπούτσι.

Είναι που σταμάτησες να πετάς σκόρπιες λέξεις

στην αποτυχημένη σου προσπάθεια να νιώσεις.

 

Το δήθεν που φαντάζει τόσο ψεύτικο

και ντροπιάζει το αληθινό που με τόσο κόπο κατάφερες.

 

Είναι που δεν θέλεις.

Και όταν δεν θέλεις εσύ φαίνεται, ευτυχώς.