Ανέκαθεν κοιτούσα με απορία εκείνους που επικαλούνται το χάος
ως λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα.
Σιχαίνομαι το χάος.
Σιχαίνομαι οτιδήποτε συμβάλλει στην πραγμάτωσή του,
οτιδήποτε το περιβάλλει.
Κι εδώ που τα λέμε, είναι τόσο κουραστικό να ζεις μέσα του, να ζει μέσα σου.
Έχω βαρεθεί πια αυτό το χάος.
Μπορώ, βέβαια, να συμβιβαστώ με ένα καινούργιο.
Για παράδειγμα.
Θα μπορούσα να σε ακούω να μιλάς μέρες ολόκληρες για τις ιστορίες σου.
Διαβάζω εκείνα που γράφεις και σε ξέρω,
πριν ακόμη αντιληφθώ πως κρατάνε το ρημάδι το μολύβι.
Είμαστε άλλοι. Αλλού. Και κυρίως αλλιώς.
Οι αλλοιώσεις μας δεν κρύβονται και προδίδουμε εκείνα τα –μάλλον,
ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά μας.
Καλύτερα έτσι.
Με ξέρεις, σε ξέρω και το χάος απαγορεύει οποιαδήποτε προσπάθεια εξερεύνησης.
Είμαστε οι ίδιοι. Ανέκαθεν. Εκείνοι που ψάχνουν στα υπόγεια τη θέα.
Λίγο φως στο σκοτάδι μας και καλό κρασί.
Ξέρεις, κάποτε με ρώτησαν τι θα άλλαζα στη ζωή μου.
Είπα «θα ήθελα περισσότερο φως».
Ήταν το μεγαλύτερο ψέμα που έχω πει.
Αργότερα –μέσα στο χάος του μικρόκοσμου μου, με ρώτησα το ίδιο.
Θα πετούσα τα ρολόγια και τα σαρκοφάγα αναμνηστικά.
Θα ξέσκιζα το μέσα μου για να το φτιάξω απ’ την αρχή.
Θα μίλαγα. Θα μίλαγα περισσότερο.
Θα έφευγα. Περισσότερο.
Θα ξέφευγα.
Θα ήσουν εκεί.
